- τρίμματα
- τρί̱μματα , τρῖμμαthat which is rubbedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
RAMENTA Auri — capitiolim aspersa, memorantur Capitolino in Vero, c. 10. et Lampridio in Commodo, c. 17. ψήγματα Graecis, et ξέσματα, item τρίμματα χρυσοῦ dicta, unde et Latini trimmam auri fecêre, uti discimus ex Anastasio Bibliothecar. in Silvestro: de qua… … Hofmann J. Lexicon universale
αθρυμμάτιστος — η, ο [θρυμματίζω] αυτός που δεν θρυμματίστηκε ή δεν είναι δυνατό να θρυμματιστεί, που δεν έγινε τρίμματα … Dictionary of Greek
διασώχω — (Α) [σώχω] μεταβάλλω σε τρίμματα … Dictionary of Greek
κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα … Dictionary of Greek
κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
παπάρα — η 1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό 2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί 3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα 4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» όσοι… … Dictionary of Greek
σμπαράλια — τα, Ν 1. τρίμματα, θρύψαλα («έπεσε κάτω το ποτήρι και έγινε σμπαράλια») 2. φρ. «γίνομαι σμπαράλια» διαλύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbaraglio «σκόρπισμα, άτακτη φυγή, καταστροφή»] … Dictionary of Greek
τρίμμα — το / τρῑμμα, ίμματος, ΝΜΑ [τρίβω] καθετί που μεταβλήθηκε σε πολύ μικρά μέρη, ιδίως με τριβή, θρύμμα, θρύψαλο («τρίμματα ψωμιού») νεοελλ. φρ. «ένα τρίμμα» κάτι ελάχιστο αρχ. 1. άνθρωπος πεπειραμένος και πανούργος 2. είδος ποτού παρασκευασμένου από … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
τρίμμα — το, ατος ό,τι μεταβάλλεται με την τριβή σε πολύ μικρό κομμάτι, θρύψαλο, θρύμμα: Ο κουραμπιές έγινε τρίμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)